αιματοποιητικός

αιματοποιητικός
η , ό[ν] см. αιμοποιητικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιματοποιητικός" в других словарях:

  • αιματοποιητικός — ή, ό (Α αἱματοποιητικός, ή, όν) ο αιμοποιητικός* …   Dictionary of Greek

  • αἱματοποιητικῆς — αἱματοποιητικός blood making fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοποιητικῇ — αἱματοποιητικός blood making fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοποιητική — αἱματοποιητικός blood making fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοποιητικήν — αἱματοποιητικός blood making fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»